- γιγνώσκω
- και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω)1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» — γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, -η, -ογνωστός, αποδεκτόςνεοελλ.(με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» — η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωσημσν.είμαι συνηθισμένος, συνηθίζω να...αρχ.Ι. 1. αρχίζω να εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, (και στους ιστορικούς χρόνους) ξέρω, γνωρίζω παρατηρώντας, ύστερα από παρατήρηση (διακρίνεται από το οίδαγνωρίζω ύστερα από συλλογισμό ή σκέψη)2. ξεχωρίζω, διακρίνω, αναγνωρίζω3. αισθάνομαι, συναισθάνομαι, νιώθω4. θεωρώ ως, εκλαμβάνω5. (στους πεζογράφους κυρίως) σχηματίζω μια κρίση, παρατηρώ και κρίνω, έχω τη γνώμη6. κρίνω κάποιον, δικάζω, εκδίδω απόφαση7. (και εκκλ.) γνωρίζω σαρκικώς, αποκτώ σαρκική πείρα8. κάνω γνωστό, εξυμνώ, εκθειάζω9. «γιγνώσκω χάριν» — χρωστάω ευγνωμοσύνηII. παθ.1. γίνομαι γνωστός, γίνεται γνωστό για μένα ότι.2. (για αποφάσεις δικαστικές ή προτάσεις) κηρύσσομαι, απαγγέλλομαι, γνωστοποιούμαι3. (για πρόσωπα) κηρύσσομαι ένοχος ύστερα από δίκη4. (ο παρακμ. με ενεργ. σημ.) ἔγνωσμαιείμαι αποφασισμένος, έχω πάρει απόφαση5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γιγνωσκόμενααυτά που εννοεί κανείς, το αντικείμενο τής παρατήρησηςIII. 1. (σε αντίθ. με την ενεργ. μτχ. ενεστ.) ὁ γιγνώσκωνα) αυτός που γνωρίζει, αντιλαμβάνεταιβ) (επεκτ.) αυτός που εννοεί τα πράγματα και τις περιστάσεις, φρόνιμος, συνετός2. φρ. (συνήθ. σε διάλογους) (αόρ. β) α) ἔγνωνκαταλαβαίνωβ) ἔγνωςέχεις δίκιο, σωστά.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. γιγνώσκω έχει θέμα γνω - (< ινδοευρ. ρίζα *gnō - «ξέρω, αναγνωρίζω») και χαρακτηρίζεται από ενεστ. αναδιπλασιασμό και επίθημα -σκ -, που εκφράζει την πραγματοποίηση τής πράξεως έπειτα από επανειλημμένες προσπάθειες. Ο ενεστ. -αλλά χωρίς αναδιπλασιασμό (πρβλ. επιδαυρ. γνώσκω)απαντάται σε άλλες ινδοευρ. γλώσσεςπρβλ. λατ. nōscō, αρχ. περσ. xšnāsa (hiy) «να παρατηρείς». το β' ενικό πρόσ. τής ευκτ. αορ. γνοίης (οριστ. έγνων) αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. jneyāh. To ρηματ. όνομα γνωτός < *gnō -tό -s (του οποίου το — ō- αντί -ŏ- πρβλ. δίδωμι: δο-τός, τίθημι: θε-τός— είναι πιθ. υστερογενές από τους ρηματικούς τύπους) ταυτίζεται με λατ. nōtus, αρχ. ινδ. jnātά -. To ίδιο θέμα εμφανίζεται και στον παρακμ. έγνωκα, λατ. nōvī, αρχ. ινδ. jajnau. To ουσ. γνώσις < *gnō -ti ταυτίζεται με λατ. nōti -ō, αρχ. ινδ. -jnāti-, αλλά ίσως η ταύτιση αυτή οφείλεται σε νεώτερο σχηματισμό. Μεταπτωτική σχέση τής ρ. γνω- με άλλες βαθμίδες ρίζας (π. χ. *gon-, πρβλ. γερμ. γοτθ. kann, *gnƏ-, λιθ. pažintas «γνωστός», *gnẽ, αγγλοσαξ. cnāwan «ξέρω») προϋποθέτει κοινή αναγωγή σε αρχική δισύλλαβη ρίζα. Η ομοηχία εξάλλου τού ρ. γιγνώσκω με το ρ. γίγνομαι—στην οποία οφείλεται εν μέρει και η ευρύτερη διάδοση στην Ελληνική τής ρίζας*gnō— οδήγησε στην υπόθεση ετυμολογικής σχέσεως τών δύο ρημάτων, η οποία θα προϋπέθετε ομοίως αναγωγή σε αρχική δισύλλαβη ρίζα (*γενη-) και η οποία εν πάση περιπτώσει δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί. Ο τ. γῑνώσκω, ο οποίος επικράτησε στις περισσότερες διαλέκτους κατά τους ιστορικούς χρόνους, προήλθε από το γιγνώσκω, με ερρίνωση τού δεύτερου -γ-, εξαιτίας ανομοιώσεως προς το πρώτο, και εν συνεχεία αποβολή αυτού, με έκταση τού φωνήεντος -ι, δηλ. *gĭgno- > *gĭnno- > *gĭyno- > *gīno - (πρβλ. και γίγνομαι / γίνομαι). Στις διάφορες ινδοευρ. γλώσσες δύο ήταν οι βασικές σημασίες που εκφράστηκαν με λέξεις αυτής τής οικογένειας: α) «ξέρω (κάτι) ως γεγονός»β) «γνωρίζω, έχω γνώση (προσώπου ή πράγματος)». Οι λέξεις που δήλωναν τις σημασίες αυτές ήταν αρχικά, και σε ορισμένες γλώσσες εξακολουθούν να είναι, διαφορετικές, αλλά πολλές φορές η διάκριση δεν είναι σαφής (πρβλ. γαλλ. savoir, που σε μερικές φράσεις η σημασία του δύσκολα ή και καθόλου δεν διακρίνεται από αυτήν τού connaitre). Οι λέξεις που εκφράζουν τη δεύτερη σημασία είναι πιο διαδεδομένες, με αποτέλεσμα σε αρκετές γλώσσες να χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν και την πρώτη σημασία. Εξάλλου ορισμένες λέξεις με τη σημ. «ξέρω» εξελίχθηκαν σημασιολογικά από τη σημ. «ξέρω πώς (να κάνω κάτι)» στη σημ. τού «μπορώ» — πρβλ. αγγλ. can, γερμ. konnen (π. χ. ich kann Deutsch «ξέρω γερμανικά»), λιθ. moketi «ξέρω πώς, μπορώ». Η αντίθετη εξέλιξη παρατηρήθηκε στο ελλ. επίσταμαι «γνωρίζω πώς να κάνω κάτι» (Ομ.) και αργότερα «γνωρίζω καλά, είμαι ειδήμων, ξέρω». Ο αρχ. παρακμ. οίδα (< *woida «έχω δει» και μετά «ξέρω» < ινδοευρ. *weid - «βλέπω») με σημ. ενεστώτα, τού οποίου η β 'σημ. είτε ίσχυσε και για τους άλλους χρόνους είτε καθιερώθηκε μια ξεχωριστή κλίση γι' αυτή τη σημ. Στη Νέα Ελληνική αντί τού γιγνώσκω και τών συνωνύμων του χρησιμοποιούνται τα γνωρίζω* και ξέρω*— < μσν. (η) ξευρω.ΠΑΡ. γνώμη, γνώμονας (Α γνώμων), γνώριμος, γνώση(-ις), γνώστης, γνωστόςαρχ. γνωστήρ - αρχ.-μσν. γνωτός.ΣΥΝΘ. αναγιγνώσκω (και αναγινώσκω), διαγιγνώσκω, καταγιγνώσκω, μεταγιγνώσκω, προγιγνώσκω - αρχ. ανταναγιγνώσκω, απαναγιγνώσκω, απογιγνώσκω, διαγιγνώσκω, διαναγιγνώσκω, εγγιγνώσκω (και εγγινώσκω), εξαναγιγνώσκω, επαναγιγνώσκω, επιγιγνώσκω (και επιγινώσκω), επιδιαγιγνώσκω (και επιδιαγινώσκω), καταγιγνώσκω (και καταγινώσκω), καταναγιγνώσκω, παραγιγνώσκω (και παραγινώσκω), προαναγιγνώσκω, προαπογιγνώσκω, προγιγνώσκω, προδιαγιγνώσκω, προεπιγιγνώσκω, προκαταγιγνώσκω, προσαναγιγνώσκω, προσγιγνώσκω, προσκαταγιγνώσκω, συγγιγνώσκω (και συγγινώσκω), συγκαταγιγνώσκω (και συγκαταγινώσκω), συναναγιγνώσκω, συνδιαγιγνώσκω, συμπρογιγνώσκω, υπαναγιγνώσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.